- ξυσματώδεα
- ξυσματώδηςfull ofneut nom/voc/acc pl (epic ionic)ξυσματώδηςfull ofmasc/fem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυσματώδης — ξυσματώδης, ῶδες (Α) [ξύσμα] όμοιος με ξύσμα, γεμάτος ξύσματα («κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρήματα διαχωρέουσα», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek